- ταρσομετατάρσιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταρσό τού ποδιού και στο μετατάρσιο ταυτόχρονα2. φρ. «ταρσομετατάρσια άρθρωση»ανατ. η άρθρωση μεταξύ τών οστών τού πρόσθιου στοίχου τού ταρσού και τών πέντε μεταταρσίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsometatarsus (< ταρσός + μετατάρσιο)].
Dictionary of Greek. 2013.